ακατάπιοτος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

-η, -ο καταπίνω
1. ο ακατάποτος
2. αυτός που δεν καταπίνεται
μτφ. ο απίστευτος.