ἀκατάσκωπτος
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσκωπτος: -ον, = μὴ ὑποκείμενος εἰς σκώμματα, Κύριλλ.
Spanish (DGE)
-ον
no sujeto a burla, intachable, ἀδιάβλητος καὶ ἀ. προθυμία Cyr.Al.M.68.793B, ζωή Cyr.Al.M.71.153B.
German (Pape)
unverspottet, Sp.
ἀκατάσκωπτος: -ον, = μὴ ὑποκείμενος εἰς σκώμματα, Κύριλλ.
-ον
no sujeto a burla, intachable, ἀδιάβλητος καὶ ἀ. προθυμία Cyr.Al.M.68.793B, ζωή Cyr.Al.M.71.153B.
unverspottet, Sp.