ἀδιάβλητος
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
English (LSJ)
ἀδιάβλητον,
A not listening to calumny, ἡ τῶν ἀγαθῶν φιλία ἀ. ἐστι Arist.EN1157a21; ἀνύποπτος καὶ ἀ. Plu.Brut.8.
II unexceptionable, φιλοπονία ἕξις ἀ. πρὸς πόνον Pl.Def.412c; τοῖς βίοις ἀ. Plu.2.4b; τὰ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀ. App.Sam.4.4. Adv. ἀδιαβλήτως Just.Nov.137.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no hace caso a la calumnia φιλία Arist.EN 1157a21, ἀνύποπτος καὶ ἀ. Plu.Brut.8.
2 intachable, irreprensible ἕξις Pl.Def.412c, τοῖς βίοις εἰσίν ἀδιάβλητοι Plu.2.4b, ὡς ἄν ... τὰ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀ. εἴην para comportarme de forma irreprochable hacia los otros App.Sam.4, διά τε τὴν περὶ τὰ κοινὰ ... ἀδιάβλητον ... φροντίδα IO 487.13 (III d.C.), de Dios, Iust.Phil.Qu.Chr.M.6.1441B, τέκνον ἀδιάβλητε SB 13589.19 (IV d.C.), cf. Hsch.
3 indudable, incuestionable τὰ πάθη τὰ ἑκούσια καὶ ἀδιάβλητα κατὰ τοὺς τῆς φύσεως νόμους ... τὸ σῶμα ἔπασχεν el cuerpo (de Cristo) padeció sus sufrimientos voluntarios e indudables conforme a las leyes de la naturaleza (humana), Seu.Ant. en Eust.Mon.Ep.821.
II adv. -ως irreprochablemente Clem.Al.Strom.3.6.53, Iust.Nou.137.2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inattaquable, irréprochable;
2 non atteint par la délation.
Étymologie: ἀ, διαβάλλω.
German (Pape)
tadellos, ἕξις Plat. Def. 412c. Bei Arist. Eth. N. 8.4.3, 6.7, mit μόνιμος verb., den Verleumdungen nicht ausgesetzt, durch sie nicht zu stören; Plut. unverleumdet, τοῖς βίοις, educ. lib. 7.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάβλητος:
1 недоступный клевете, безукоризненный, безупречный (ἕξις Plat.; φιλία Arst.): οἱ τοῖς βίοις ἀδιάβλητοι Plut. люди безупречной жизни;
2 не внемлющий клевете: τὸ οὖς καθαρὸν φυλάττεσθαι καὶ ἀδιάβλητον Plut. не слушать клеветы (досл. сохранять ухо чистым и недоступным клевете).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάβλητος: -ον, ὁ μὴ προσέχων εἰς συκοφαντίας, ἡ τῶν ἀγαθῶν φιλία ἀδ. ἐστι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 4, 3, πρβλ. 8. 6, 7· ἀνύποπτος καὶ ἀδ., Πλουτ. Βροῦτ. 8. - Ἐπιρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 536.
Greek Monotonic
ἀδιάβλητος: -ον (διαβάλλω), αυτός που δεν ακούει συκοφαντίες, σε Πλούτ.