ἀκαταστέριστος
English (LSJ)
ἀκαταστέριστον, not arranged in constellations, οὐρανός Ach. Tat.Intr.Arat.40.
Spanish (DGE)
-ον
no ordenado en constelaciones ὁ οὐρανός Ach.Tat.Intr.Arat.40.
Greek Monolingual
ἀκαταστέριστος, -ον (Α) καταστερίζω
(ουρανός) του οποίου οι αστερισμοί δεν έχουν καταταχθεί (Αχ. Τάτ., Εισαγ. 40).