ἀκαχήατο

French (Bailly abrégé)

v. *ἄχω.

Greek Monotonic

ἀκᾰχήᾰτο: ή -είᾰτο, Επικ. αντί -ηντο, γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του ἀχέω.