ἀκεσίμβροτος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, healing mortals, of Asclepius, Orph.L.8; ἀκεσίμβροτον ἄνθος Poet.de herb.147.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que sana a los hombres epít. de Asclepio, Orph.L.8, ἄνθος Poet.de herb.147.

German (Pape)

[Seite 71] Menschen heilend, Asklepios, bei Orph. Lith. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεσίμβροτος: [ᾰ], -ον, ὁ θεραπεύων βροτούς, περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 8.

Greek Monolingual

ἀκεσίμβροτος, ο (Α)
αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + βροτός
πρβλ. τερψίμβροτος.