ἀκεσμός

English (LSJ)

ὁ, = ἄκεσις, Call.Fr.anon.227.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
curación Hsch., τῆς φθορᾶς καὶ τῶν τραυμάτων Ps.Caes.193.48, cf. 205.11.

German (Pape)

[Seite 71] ὁ, Heilung, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεσμός: ὁ, = ἄκεσις, «ἀκεσμόν, θεραπείαν, ἰατρείαν», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀκεσμός, ο (Α)
θεραπεία, γιατριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέσμιος.