ἀκεστορίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, fem. of ἀκέστωρ, Hp.Flat.1.

German (Pape)

[Seite 71] ίδος. ἡ, die Heilende, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεστορίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἀκέστωρ, Ἱππ. 295, 48.