ἀκιβδήλευτος

English (LSJ)

ἀκιβδήλευτον, = ἀκίβδηλος (unadulterated, genuine, guileless, honest), Ph. 1.565, etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 indemne, no dañado Hsch.
no falseado Hsch.
2 no adulterable, inalterable χρῶμα Ph.2.267, τύπος Ph.1.144, φιλία Ph.1.345, ἀνόθευτος καὶ ἀ. χαρά Ph.1.217, λόγος Cyr.Al.M.68.409B, Dial.Trin.5.579d, Inc.Unigen.678d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκιβδήλευτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Φίλων 1. 565, κτλ.

Greek Monolingual

ἀκιβδήλευτος, -ον (Α) κιβδηλεύω
άδολος, έντιμος.

German (Pape)

unverfälscht, Philo.