ἀκλαγγί

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλαγγί: ἐπίρρ, (κλαγγή), ἄνευ κλαγγῆς ἢ θορύβου, Λόγγος 1. 5: ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 803, ὁ Δινδ. ἀναγιγνώσκει ἀκλαγγεῖς.