ἀκληής

English (LSJ)

ἀκληές, v. sub ἀκλεής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκληής: -ές, ἴδε ἐν λέξ. ἀκλεής.

Greek Monotonic

ἀκληής: -ές, Επικ. αντί ἀκλεής.