ἀκουσμάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄκουσμα, Ps.-Luc.Philopatr. 18.

Spanish (DGE)

-ου, τό
cancioncilla τὸ θαυμάσιον ἐκεῖνο ἀ. ἄεισον Luc.Philopatr.18.

German (Pape)

[Seite 78] τό, kleine Erzählung, Luc. Philop. 18.

Russian (Dvoretsky)

ἀκουσμάτιον: τό маленький рассказ или песенка Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄκουσμα, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπατρ. 18.

Greek Monolingual

ἀκουσμάτιον, το (Α)
μικρό διήγημα ή τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. ἄκουσμα.