ἀκρητόχολος

English (LSJ)

ἀκρητόχολον, accompanied by bilious vomiting, of fever, Hp. Fract.43, Art.19. ἀκρηχολία, v. ἀκραχολία.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vómito de bilis Hp.Fract.43, Art.19, cf. ἀκρατοχολής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρητόχολος: -ον, ὁ προξενούμενος ὑπὸ ἀμιγοῦς χολῆς, πυρετός, Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 778.

Greek Monolingual

ἀκρητόχολος, -ον (Α)
(για τον πυρετό) αυτός που συνοδεύεται από εμετό με χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + χολή.