ἀκροσίδαρος

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor.
au bout garni de fer.
Étymologie: ἄκρος, σίδηρος.

Spanish (DGE)

(ἀκροσίδᾱρος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de punta férrea μύωψ AP 6.95 (Antiphil.).

Russian (Dvoretsky)

ἀκροσίδᾱρος: дор. = ἀκροσίδηρος.