ἀκόστιλα

English (LSJ)

ἐλάχιστα, Hsch.

Spanish (DGE)

ἐλάχιστα Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόστιλα: «ἐλάχιστα», Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ἀκόστιλα (Α)
ελάχιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ακοστή].