ἐλάχιστα, Hsch.
ἐλάχιστα Hsch.
ἀκόστιλα: «ἐλάχιστα», Ἡσυχ.
ἀκόστιλα (Α)ελάχιστα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ακοστή].