ακοστή
Greek Monolingual
ἀκοστή, η (Α)
το κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. είναι, κατά τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το κριθάρι» (πρβλ. και λ. κοσταὶ «κριθαί» επίσης στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. είναι θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τ. όπως λατ. acus, -eriς «άγανο, άχυρο», γοτθ. ahs, αρχ. γερμ. ahir «στάχυ» και πιθ. με το ελλ. ἄχνη. Η λ. μπορεί να αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. επιθέτου, με αρχ. σημ. «αυτή που έχει άγανα, αγανωτή, γενειωτή» (πρβλ. λατ. Venest «ονομασία φυτού» < venestus, -a, -um «ευειδής, όμορφος») ή, κατ’ άλλους, ανάγεται στη ΙΕ ρίζα ακ- «οξύς, μυτερός, κοφτερός», οπότε συγγενεύει με λ. όπως ἀκμή, ἄκρος, ἄκων κ.λπ. Με τη λ. ἀκοσμὴ συνδέονται τα ρ. ἀκοστῶ και ο τ. ἀκόστιλα «ελάχιστα» του Ησυχίου.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκοστῶ. Βλ. και λήμμα ακ-].