ἀλάξευτος

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάξευτος: -ον, (λαξεύω) μὴ λελαξευμένος, Ἰωσ. Ὑμνογραφ. 985Α.

Spanish (DGE)

-ον
tosco, no tallado o labrado ἡ σοφία δι' ἀλαξεύτων λίθων τὸν οἶκον ... ᾠκοδόμησεν Ephr.Syr.2.276C, cf. 2.278D.