ἀλίθιος

English (LSJ)

Dor. for ἠλίθιος.

Spanish (DGE)

v. ἠλίθιος.

German (Pape)

[Seite 96] dor. = ἠλίθιος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἠλίθιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀλίθιος: (ᾱ) дор. = ἠλίθιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίθιος: Δωρ. ἀντὶ ἠλίθιος.

English (Slater)

ᾱλῐθιος purposeless (but cf. Wil., S. & S., 176̆{1}.) χόλος δοὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός (P. 3.11)

Greek Monotonic

ἀλίθιος: Δωρ. αντί ἠλίθιος.