ἀλειμμάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄλειμμα, Diog. ap. DL. 6.52.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: graf. -λιμμ- BGU 2357.2.12 (III d.C.)
ungüentillo, ungüento D.L.6.52, BGU l.c.

German (Pape)

[Seite 91] τό, Diog. L. 6, 52, dim.

Russian (Dvoretsky)

ἀλειμμάτιον: τό небольшое растирание Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλειμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Διογ. Λ. 6. 52.

Greek Monolingual

ἀλειμμάτιον, το (Α)
αρωματισμένη μυρωμένη εσθήτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. ἄλειμμα].