ἄλειμμα
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἀλείφω) anything used for anointing, unguent, fat, oil, Pl.Ti.50e, Antiph. 154, Arist.Pr.884b37, etc.: pl., Hices. ap. Ath.15.689c, Diocl.Fr.141.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): eol. ἄλειππα Alc.45.7; ἄλιππα EM α 856, Et.Gen.α 490, Et.Sym.α 593
• Grafía: graf. ἄλιμ- SEG 15.330.54, 61 (Acrefia I d.C.)
• Prosodia: [ᾰλ-]
I gener.
1 ungüento, óleo, unto de diferentes grasas y productos como medicina, Hp.Steril.234, Arist.Pr.884b37, Thphr.HP 9.20.2, para los pies, Antiph.152.1, ἄ. ῥοδίνου de rosas Hp.Nat.Mul.107
•bálsamo para consagrar ἔλαιον ἄ. χρίσεως ἅγιον ἔσται τοῦτο LXX Ex.30.31, ἄ. εὐφροσύνης τοῖς πενθοῦσι LXX Is.61.3, usado en el bautismo, Serap.Euch.15
•fig. de Cristo Χριστοῦ, ἀλείμματος βασιλικοῦ Clem.Al.Paed.2.8.65
•gener., Pl.Lg.932e, Ti.50e, Criti.115b.
2 aceite, ungüento usado por los atletas para frotarse, Alc.45.7, POxy.473.3 (II d.C.), PErl.18.6 (III d.C.), συνετέλει τὸ ἄ. ἐκ τοῦ ἰδίου SIG 714.24 (Eretria II a.C.), τὸ κοινὸν τῶν ... μετεχόντων τοῦ ἀλείμματος la asociación de miembros del gimnasio, IIsol.Mil.32.3 (Patmos II a.C.), cf. SEG ll.cc.
II 1aplicación de ungüentos, fricción con aceite Hp.Morb.2.66, IG 5(1).1390.106 (Mesenia I a.C.)
•unción como rito previo a un banquete IMaff.31.4.20 (Tera III a.C.).
2 entrenamiento, preparación atlética, SEG 9.4.9, 19 (Cirene I a.C.).
German (Pape)
[Seite 91] τό (ἀλείφω), Salbe, übh. Fett, Oel, womit man sichsalbt, Antiphan. Ath. XII, 555 c; εὐώδη Plat. Tim. 50 e u. sonst; Plut. vrbdt es öfter mit λουτρὁν, das Salben nach dem Bade, Lyc. 16 Alex. 23; vgl. Arist. Probl. 5, 36.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
toute substance utilisée pour oindre, onguent, huile ; onction.
Étymologie: ἀλείφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄλειμμα -ατος, τό, Aeol. ἄλειππα ἀλείφω
1. smeersel, zalf, olie.
2. het zalven, het insmeren met olie.
Russian (Dvoretsky)
ἄλειμμα: ατος (ᾰ) τό
1 мазь, масло, притирание, Plat.;
2 растирание маслом, умащивание (ἀλείμματι ἰᾶσθαι τοὺς κόπους Arst.; ἄ. καὶ λουτρόν Plut.).
Greek Monolingual
το (Α ἄλειμμα)
κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή
νεοελλ.
1. πράξη του αλείφω, επάλειψη, επίχριση
2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα του βουτύρου, πάχος, ξίγγι
3. το χοιρινό λίπος που τοποθετείται σε δοχεία μαζί με κομμάτια κρέατος, για να διατηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί τους επόμενους μήνες
4. φυσική ή βιομηχανική λιπαρή ουσία, που χρησιμοποιείται στην επάλειψη τροχών, αξόνων, εμβόλων, πυροβόλων όπλων κ.λπ. για ελάττωση της τριβής και συντήρηση
5. αθέμιτη εξαγορά υπηρεσιών, δωροδοκία
αρχ.
1. αρωματικό λάδι
2. η περίοδος του χρίσματος, τελετουργική εκδήλωση τών Ισραηλιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω.
ΠΑΡ. αλειμματώδης, αρχ. ἀλειμμάτιον, νεοελλ. αλειμματάς, αλειμματένιος, αλειμματερός. αλειμματιά, αλειμματιάρης, αλειμματώνω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλειμματοδοχείο, αλειμματοδόχη, αλειμματοθέτης, αλειμματοκέρι].
Greek Monotonic
ἄλειμμα: -ατος, τό (ἀλείφω), οτιδήποτε χρησιμεύει για επάλειψη, αλοιφή, λίπος, λάδι, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλειμμα: ατος τό, (ἀλείφω) = πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ χρησιμεύσῃ πρὸς ἄλειψιν, ἀλοιφή, Πλάτ. Τίμ. 50E, Ἀντιφάν. ἐν «Μητραγύρτῃ» 1, Ἀριστ. Προβλ. 5. 38, κτλ., πρβλ. χρῖσμα.
Translations
ointment
Afrikaans: salf; Albanian: pomadë; Arabic: مَرْهَم, دَهُون; Armenian: քսուք; Azerbaijani: maz, məlhəm; Belarusian: мазь, бальзам; Bengali: মলম; Bulgarian: мехлем, мас, мазило; Burmese: လိမ်းဆေး; Catalan: pomada, ungüent; Chinese Cantonese: 藥膏/药膏; Mandarin: 軟膏/软膏, 膏, 藥膏/药膏; Czech: mast; Danish: salve; Dutch: zalf, smeersel; Esperanto: ungvento; Estonian: salv; Faroese: salva, sálva; Finnish: voide; French: pommade, onguent; Friulian: ongint; Galician: pomada, ungüento, bálsamo; Georgian: მალამო; German: Salbe, Balsam; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽𐍃; Greek: αλοιφή; Ancient Greek: ἄλειμμα, ἄλειππα, ἀλειπτήριον, ἄλειφαρ, ἄλιππα, ἀλοιφή, διάχρισμα, ἐπάλειμμα, σμῆγμα, σμῆμα, χρῖμα, χρῖσμα, χριστήριον; Mycenaean: 𐀀𐀩𐀞, 𐂘; Haitian Creole: ponmad; Hebrew: מִשְׁחָה; Hindi: मरहम, मलहम, बाम, लेप, औषधि; Hungarian: kenőcs; Icelandic: smyrsl; Indonesian: salap; Ingrian: voije, maazi; Irish: ungadh; Italian: pomata, unguento, balsamo; Japanese: 軟膏; Kazakh: май; Khmer: ថ្នាំលាប; Korean: 연고(軟膏); Kyrgyz: май, мазь; Lao: ຢານວດ, ຢາຂີ້ເຜີ້ງ, ຂີ້ເຜີ້ງ; Latin: unguentum; Latvian: ziede; Lithuanian: tepalas; Macedonian: маст, помада, мелем; Malay: salap; Maori: rongoā pani, pūreke, panikiri; Mongolian Cyrillic: тос; Norwegian Bokmål: salve; Nynorsk: salve; Old English: sealf; Pashto: ملهم, ملم; Persian: پُماد, مَرهَم; Plautdietsch: Saulw; Polish: maść; Portuguese: pomada; Romanian: unguent, pomadă, alifie; Russian: мазь, бальзам; Sanskrit: अञ्जस्, लेप; Serbo-Croatian Cyrillic: мѐлем, ма̑ст; Roman: mèlem, mȃst; Slovak: masť; Slovene: mazilo; Sorbian Lower Sorbian: žałba; Spanish: pomada, ungüento; Swahili: marhamu; Swedish: salva; Tagalog: hinas, banlos; Tajik: маз, марҳам, тило; Telugu: లేపనము; Thai: ครีม, ยาขี้ผึ้ง, ขี้ผึ้ง; Tocharian B: laupe, ṣalype; Turkish: merhem; Turkmen: melhem; Ukrainian: мазь, бальзам; Urdu: مَرہَم; Uyghur: ماي, مەلھەم; Uzbek: malham dori, maz, balzam; Vietnamese: pom-mát, thuốc mỡ, thuốc cao; Volapük: nugvet; Walloon: ôlmint, poumåde; Welsh: eli