ἀλεκτόρειος

English (LSJ)

ἀλεκτόρειον, (ἀλέκτωρ) of a fowl, κόπρος Aët.2.118.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de gallina ᾠά Synes.Ep.4.165
subst. ἡ ἀλεκτορεία (sc. λίθος) piedra de las gallinas la que se encuentra en las mollejas, Plin.HN 37.144, Isid.Etym.16.13.8.
2 medic. ἀλεκτόρειον καταπότιον píldora laxante Garg.Mart.30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτόρειος: ον (ἀλέκτωρ) ὁ ἀνήκων εἰς ἀλέκτορα ἢ ἀλεκτορίδα ὄρνιθα. ᾠά, Συνέσ. 167D.

Greek Monolingual

ἀλεκτόρειος, -ον (ΑΜ) ἀλέκτωρ
αυτός που ανήκει σε κόκορα ή κότα ή προέρχεται από αυτά.