ἀληθική, ἀληθικόν, = ἀληθινός, Ps.-Callisth.1.4.
ἀληθικός, -ή, -όν (Μ)αληθινός, αληθής.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος επαυξημένος τ. του επιθ. ἀληθής].