ἀληθουργής

English (LSJ)

ἀληθουργές, acting truly, Heraclit.All. 67 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ές
que es fuente de verdad, que produce la verdad τί γὰρ ταύτης τῆς οὐσίας ἀληθουργέστερον ...; ¿qué mejor fuente de verdad que esta substancia ...? Heraclit.All.67.

German (Pape)

[Seite 95] ές, wahrhaft handelnd, Heraclid. alleg. 67.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθουργής: -ές, (*ἔργω) ὁ ἐνεργῶν ἀληθῶς, Ἡρακλ. Ἀλληγ. Ὁμ. 67.

Greek Monolingual

ἀληθουργής, -ὲς (Α)
αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + -ουργὴς < ἔργον.