ἀλθίσκον

English (LSJ)

τό, = ἀλθαία, Ps.-Dsc.3.146.

Spanish (DGE)

-ου, τό bot. malvavisco, Althaea officinalis Ps.Dsc.3.146.

Greek Monolingual

ἀλθίσκον, το και ἀθλίσκος, ο (Α)
μικρή αλθαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ουσ. ἀλθαία
ο σχηματισμός της λ. κατά το συνώνυμο ἰβίσκος].