ἀλλάντιον

English (LSJ)

τό, in later Gk., Dim. of ἀλλᾶς, Moer.12.

Spanish (DGE)

-ου, τό
morcilla, POsl.152.9 (I/II a.C.), Moer.9
lucanicum, Gloss.3.314.

German (Pape)

[Seite 102] τό. von den Atticisten als gemeine Form von ἀλλᾶς getadelt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλάντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀλλᾶς, Μοῖρ., Θωμ. Μ.

Greek Monolingual

ἀλλάντιον (Α)
λουκάνικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. ἀλλᾶς].