ἀλλανής

English (LSJ)

(ἀλλανῆς cod.)· ἀσφαλής (Lacon.), Id.

Spanish (DGE)

ἀσφαλής Hsch., cf. ἀλανής.
• Etimología: Etim. desc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλανής: «ἀσφαλής, Λάκωνες», Ἡσύχ.