ἀλληγοριστής
German (Pape)
[Seite 102] ὁ, = ἀλληγορητής, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληγοριστής: -οῦ, ὁ, = ἀλληγορητής, Εὐστ. ΙΙ. 693Α.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
intérprete de alegorías, alegorista ἔλεγχον ἀλληγοριστῶν refutación de alegoristas Eus.HE 7.24.2.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀλληγοριστής)
παράλληλος τύπος της λέξης αλληγορητής.