αλληγορητής

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

και αλληγοριστής, ο (Α ἀληγορητής) ἀλληγορῶ
αυτός που παριστάνει ή ερμηνεύει κάτι αλληγορικά.