ἀλλοιοσχήμων

English (LSJ)

ἀλλοιοσχήμον, of varying form, κόσμοι Epicur.Fr.82, cf.S.E.M.7.206.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
de forma variada κόσμους ... σφαιροειδεῖς, καὶ ᾠειδεῖς ἄλλους καὶ ἀλλοιοσχήμονας ἑτέρους Epicur.Ep.[2] 74, cf. S.E.M.7.206, 209.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοιοσχήμων: 2, gen. ονος иного или различного вида, имеющий иную форму Diog. L., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιοσχήμων: -ον, ὁ ἔχων ἀλλοῖον ἢ διάφορον σχῆμα, Διογ. Λ. 10. 74.

Greek Monolingual

ἀλλοιοσχήμων (-ονος), -ον (Α)
αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, που ποικίλλει κατά τη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + -σχήμων < σχῆμα.