ἀλλοιόμορφος

English (LSJ)

ἀλλοιόμορφον, strangely formed, ἄνθρωπος Hanno Peripl.7; θεωρία Onos.10.28.

Spanish (DGE)

-ον
1 de variaciones en la forma, de anormalidades θεωρία observación de variaciones en la forma (de las entrañas de las víctimas), Onas.10.28.
2 de forma extraña, extrañamente conformado Hanno Peripl.7.

German (Pape)

[Seite 103] verschieden gestaltet, Onosand. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ἀλλοῖον σχῆμα ἢ μορφήν, ἀλλοειδής, Ἄννων Περίπλ. σ. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλοιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μεταβαλλόμενη μορφή, ο παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + -μορφος < μορφή.