ἀλλοτριάζω

English (LSJ)

to be ill-disposed, Plb.15.22.1: c. gen., towards... τοῦ βασιλέως ib.25.34.

Spanish (DGE)

1 ser contrario καταπεπληγμένος πάντας τοὺς ἀλλοτριάζοντας Plb.15.22.1
c. gen. ἀ. τοῦ βασιλέως Plb.15.25.34.
2 c. ac. de cosa, dud. enajenarse, POxy.2267.8 (IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 106] abgeneigt, feindlich gesinnt sein, Pol. 15, 22, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριάζω: быть враждебно настроенным Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοτριάζω: εἶμαι κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος· Λατ. alieno animo esse. Πολύβ. 15. 22, 1.

Greek Monolingual

ἀλλοτριάζω (Α) ἀλλότριος
είμαι εχθρικά διατεθειμένος προς κάποιον.