ἀλλόδημον, foreign, Id.3.54.
-ον extranjero Poll.3.54, Hsch.α 3173.
ἀλλόδημος, -ον (Α)ο αλλοδαπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + δῆμος.ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοδημία.