αλλοδαπός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀλλοδαπός, -ή, -όν)
1. αυτός που προέρχεται από άλλο λαό ή άλλη χώρα, ξένος, αλλοεθνής
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αλλοδαπή
ξένη χώρα, ξενιτιά
αρχ.
εξωτικός, αλλόκοτος, παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -δαπός, με όμοιο τρόπο σχηματισμού με τους τ. τηλεδαπός, παντοδαπός, ποδαπός, ἡ(ὑ)μεδαπός. Το επίθημα -δαπὸς είναι άγνωστης ετυμολογίας. Συνήθως ο τ. εξηγείται < ουδ. ἀλλοδ- (πρβλ. λατ. aliud) + -απὸς < ΙΕ -nkwos, αντίστοιχο του λατ. -inquus (πρβλ. long -inquus, prop-inquus).