ὁ, (ἀλιτεῖν) = ἀλείτης, Lyc. 136; fem. ἀλοιταί· κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί (cf. ἀλοίτης), Hsch.
-όν• Prosodia: [ᾰ-]execrado, maldito, impío ἔτλης θεῶν ἀλοιτὸς ἐκβῆναι δίκην Lyc.136.
ἀλοιτός: ὁ, (ἀλιτεῖν) = ἀλείτης, Λυκόφρ. 136.