ἀλφή

English (LSJ)

ἡ, produce, gain, Lyc.549,1394.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
ganancia ἀλφαῖσι ταῖς καθ' ἡμέραν Lyc.1394, cf. 549, ἀλφή· τιμή, ὠνή, εὕρεσις Hsch.
• Etimología: Cf. ἀλφάνω.

German (Pape)

[Seite 112] ἡ, Erwerb, Lycophr. 549. 1394.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφή: ἡ, παραγωγή, κτῆσις, κέρδος, Λυκ. 549, 1394· ἄλφησις, εως, ἡ, Γλωσσ.