ἀλφιτοφάγος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, eating barley-bread, Ael.NA 17.31.

Spanish (DGE)

-ον que come cebada τὰ ζῷα Ael.NA 17.31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange de la farine.
Étymologie: ἄλφιτον, φαγεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων κρίθινον ἄρτον, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 31.

Greek Monolingual

ἀλφιτοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -φάγος < ἔφαγον, ἐσθίω].