ἀλωπεκώδης

English (LSJ)

ες, fox-like, sly, Hsch., EM75.5.

Spanish (DGE)

-ες astuto Hsch.s.u. ἀλωπός, EM 986.

German (Pape)

[Seite 113] ες, fuchsartig, VLL., πανοῦργος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπεκώδης: -ές, (εἶδος) ὅμοιος ἀλώπεκι, πανοῦργος, Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ.