ἀμίτρωτος
English (LSJ)
ἀμίτρωτον, not bound with a head-band, Nonn. D. 35.220.
Spanish (DGE)
-ον
suelto, no ceñido con diadema ἐθείρη Nonn.D.35.220.
German (Pape)
[Seite 125] nicht mit der Mitra zusammengebunden, Nonn. D. 35, 220.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμίτρωτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων περιδεδεμένην τὴν κεφαλήν του διὰ ταινίας, ὁ μὴ ἔχων διάδημα, Νόνν. Δ. 35, 220.