ἀμαλητόμον, (τέμνω) reaper, Opp.C.1.522.
(ἀμᾰλητόμος) -ον• Prosodia: [ᾰ-]segador Opp.C.1.522.
ἀμαλητόμος: -ον, (τέμνω) θεριστής, Ὀππ. Κ. 1. 522.
ἀμαλητόμος, -ον (Α)αυτός που κόβει τα στάχυα, θεριστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάλη + -τομος < τόμος < τέμνω.
ὁ, Schnitter, Opp. C. 1.522.