ἀμβόαμα

English (LSJ)

ἀμβοάω, poet. for ἀναβόαμα, ἀναβοάω.

Spanish (DGE)

(ἀμβόᾱμα) -ματος, τό grito, exclamación A.Ch.34.

German (Pape)

[Seite 118] τό, Geschrei, Aesch. Ch. 34.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
exclamation, cri.
Étymologie: ἀμβοάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμβόᾱμα: ατος τό Aesch. = ἀναβόαμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβόαμα: ἀμβοάω, ποιητ. ἀντὶ ἀναβόαμα, ἀναβοάω.

Greek Monotonic

ἀμβόᾱμα: ἀμ-βοάω, ποιητ. αντί ἀνα-βόαμα, ἀνα-βοάω.