βόαμα

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόᾱμα Medium diacritics: βόαμα Low diacritics: βόαμα Capitals: ΒΟΑΜΑ
Transliteration A: bóama Transliteration B: boama Transliteration C: voama Beta Code: bo/ama

English (LSJ)

-ατος, τό, (βοάω) Dor for βόημα (which occurs in D.C.51.17), shriek, cry, χαμαιπετὲς β. A.Ag.920; loud strain, τηλέπορόν τι β. λύρας Lyr.Adesp.102.

German (Pape)

[Seite 450] τό, Geschrei, Ruf, Aesch. Ag. 894; Ar. Nubb. 954.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri.
Étymologie: βοάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βόαμα -ατος, τό βοάω schreeuw, kreet.

Russian (Dvoretsky)

βόᾱμα: ατος τό крик, шум Aesch., Arph.

Middle Liddell

βοάω
a shriek, cry, Aesch.

Greek Monolingual

βόαμα, το (Α) βοώ
1. δυνατή φωνή, κραυγή
2. ηχηρή μελωδία.

Greek Monotonic

βόᾱμα: -ατος, τό (βοάω), κραυγή, ουρλιαχτό, στριγκλιά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

βόᾱμα: τό, (βοάω) Δωρ. ἀντὶ βόημα, ἀλλὰ ὁ μόνος ἐν χρήσει τύπος, = κραυγή, χαμαιπετὲς β. Αἰσχ. Ἀγ. 920· ἠχηρὰ μελῳδία, Τηλέπορόν τι βόαμα λύρας Κυδίας παρ' Ἀριστοφ. Νεφ. 967 (Ἀποσπ. 1).

English (Woodhouse)

shout

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)