ἀμείβοντες

English (LSJ)

οἱ, ἀμείβω A.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείβοντες: οἱ, ἴδε ἐν λ. ἀμείβω Α. ΙΙ.

Greek Monotonic

ἀμείβοντες: οἱ, βλ. ἀμείβω Α II.