ἀμετάσχετος

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάσχετος: -ον, οὗ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετάσχῃ τις, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχου σ. 11.

Spanish (DGE)

glos. a ἀσχαδές Hsch.