ἀμετασχηματίστως
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετασχηματίστως: ἄνευ μετασχηματισμοῦ, Διδ. Ἀλεξ. σ. 484, ἔκδ. Μί.
Spanish (DGE)
adv. sin cambiar, sin transfigurarse de la forma de presentarse de Dios ἀΰλως, ἀνειδέως, ἀ. Didym.M.39.484B.
ἀμετασχηματίστως: ἄνευ μετασχηματισμοῦ, Διδ. Ἀλεξ. σ. 484, ἔκδ. Μί.
adv. sin cambiar, sin transfigurarse de la forma de presentarse de Dios ἀΰλως, ἀνειδέως, ἀ. Didym.M.39.484B.