ἀμηχάνητος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
inmanejable, enorme ἀμηχάνητοι· ἀντὶ τοῦ πολλοί X. en Sud., Zon. (quizá error por ἀμήχανοι X.Cyr.7.5.38).
German (Pape)
[Seite 124] durch keine List zu fangen, Ios., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμηχάνητος: -ον, = ἀμήχανος ΙΙ, Ἰωσήπ. Α. Ι. 1, 19, 7, ἀμφ.