ἀμηχάνητος

English (LSJ)

ἀμηχάνητον, = ἀμήχανος ΙΙ, X.ap.Suid., f.l. in J.AJ1.19.8.

Spanish (DGE)

-ον
inmanejable, enorme ἀμηχάνητοι· ἀντὶ τοῦ πολλοί X. en Sud., Zon. (quizá error por ἀμήχανοι X.Cyr.7.5.38).

German (Pape)

[Seite 124] durch keine List zu fangen, Ios., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμηχάνητος: -ον, = ἀμήχανος ΙΙ, Ἰωσήπ. Α. Ι. 1, 19, 7, ἀμφ.