ἀμνηστέω

English (LSJ)

Dor. ἀμναστέω, = ἀμνημονέω, only pres., to be unmindful, forget, S.El.482 (lyr.), Arat.847:—Pass., to be forgotten, Th.1.20.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀμναστέω S.El.482
olvidarse abs., S.l.c., c. gen. τῶν [εἰσέπει] τα E.Fr.148.13A., ὑετοῖο Arat.847
pas. πολλὰ καὶ ἄλλα ... οὐ χρόνῳ ἀμνηστούμενα muchas otras cosas no olvidadas por el tiempo Th.1.20.

German (Pape)

[Seite 126] = ἀμνημονέω, οὐκ ἀμν. Soph. El. 473; οὐ χρόνῳ ἀμνηστούμενα Thuc. 1, 20, in Vergessenheit geraten.

French (Bailly abrégé)

ἀμνηστῶ :
seul. prés.
oublier.
Étymologie: ἄμνηστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμνηστέω: дор. ἀμναστέω не помнить, забывать Soph.: τὰ οὐ χρόνῳ ἀμνηστούμενα Thuc. то, что время не изгладило из памяти.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνηστέω: Δωρ. ἀμναστέω, = ἀμνημονέω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., εἶμαι ἐπιλήσμων, λησμονῶ, Σοφ. Ἠλ. 482, Ἄρατ. 847: ― Παθ. = λησμονοῦμαι, Θουκ. 1. 20.

Greek Monotonic

ἀμνηστέω: Δωρ. ἀμναστέω = ἀμνημονέω, σε Σοφ. — Παθ., είμαι λησμονημένος, σε Θουκ.

Middle Liddell

= ἀμνημονέω, Soph.]
pass. to be forgotten, Thuc.