ἀμοιβεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, exchanger, γηπέδων Lyc.617.

Greek Monolingual

ἀμοιβεὺς (-εως), ο (Α) ἀμοιβή
αυτός που ανταλλάσσει, που ενεργεί την ανταλλαγή.