Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
disfigure, πρόσωπον δάκρυσι Sch.Il.2.269.
desfigurar, afear τὸ πρόσωπον τοῖς δάκρυσι Sch.Il.2.269.
ἀμορφῶ (ἀμορφόω) (Μ) ἄμορφοςκάνω κάτι κακόμορφο, δύσμορφο, το ασχημίζω.