ἀμορφύνω

English (LSJ)

= ἀμορφόω (disfigure), Antim. 72.

Spanish (DGE)

desfigurar Antim.112
explicado como no actuar convenientemente Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορφύνω: καθιστῶ τι κακόμορφον ἢ δύσμορφον, ἀσχημίζω τι, ἀμορφύνειν ἐθέλουσιν Ἀντίμαχος, ἀντὶ τοῦ ἀμορφοποιεῖν, Ἀνέκδ. Ὀξ. 1, σ. 55. 30: - οὕτω καὶ ἀμορφόω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 269.

Greek Monolingual

ἀμορφύνω (Α) ἄμορφος
κάνω κάτι άμορφο, το ασχημίζω.