ἀμπέλιος

English (LSJ)

ἀμπέλιον, = ἀμπέλειος, μέθυσμα Ph. 1.680; ποτόν Ach. Tat.2.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 de la vid μέθυσμα Ph.1.680.
2 subst. ὁ ἀ. pámpano Hsch.